ἀντλήσω

ἀντλήσω
ἀνατλῆναι
bear up against
fut ind act 1st sg
ἀ̱ντλήσω , ἀντλέω
bale out bilge-water
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀντλέω
bale out bilge-water
aor subj act 1st sg
ἀντλέω
bale out bilge-water
fut ind act 1st sg
ἀ̱ντλήσω , ἀντλέω
bale out bilge-water
futperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀντλέω
bale out bilge-water
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα …   Dictionary of Greek

  • εκμεταλλεύομαι — εκμεταλλεύτηκα 1. βγάζω μεταλλεύματα ή ορυκτά από το υπέδαφος: Η εταιρεία εκμεταλλεύεται τα ορυχεία της περιοχής. 2. μτφ., χρησιμοποιώ πλουτοφόρες πηγές, για να αντλήσω από αυτές κέρδη: Το κράτος εκμεταλλεύεται το μονοπώλιο σπίρτων. 3. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”